- ἡπατικῶν
- ἡπατικόςof the liverfem gen plἡπατικόςof the livermasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… … Dictionary of Greek
ηπάτωμα — Ο πιο συχνός τύπος καρκινικού όγκου του ήπατος. Προέρχεται από το παρέγχυμα του οργάνου και συνήθως παρουσιάζεται σε ανθρώπους που έχουν ηπατίτιδα ή κίρρωση του ήπατος. * * * το όγκος ηπατικών κυττάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… … Dictionary of Greek
ηπαταργία — η ιατρ. οξεία κάμψη τών ηπατικών λειτουργιών, ηπατική ανεπάρκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + αργία] … Dictionary of Greek
ηπατοδωδεκαδακτυλικός — ή, ό φρ. «ηπατοδωδεκαδακτυλικός σύνδεσμος» το τμήμα τού ελάσσονος επιπλόου που εκτείνεται μεταξύ τών ηπατικών πυλών και τού άνω τμήματος τού δωδεκαδακτύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + δωδεκαδακτυλικός] … Dictionary of Greek
ινωδογόνο — Πρωτεΐνη που περιέχεται στο πλάσμα του αίματος, ανήκει στην ομάδα των σφαιρινών και συντελεί στην πήξη του αίματος. Επίσης, το ι. περιέχεται και σε μεγάλο αριθμό υγρών του σώματος, όπως για παράδειγμα η λέμφος. Έχει μοριακό βάρος περίπου 350.000… … Dictionary of Greek
μαρχαντιώδη — τα βοτ. τάξη ηπατικών βρυοφύτων με 200 περίπου γένη και με περισσότερα από 8.000 είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. marchantiales < marchantia + κατάλ. ales] … Dictionary of Greek
νωτοθυλή — η βοτ. γένος ηπατικών βρυοφύτων … Dictionary of Greek
σκαπανία — η, Ν βοτ. γένος ηπατικών βρυοφύτων που ανήκει στην οικογένεια σκαπανιίδες τής τάξης γιουγκερμανιώδη … Dictionary of Greek